- ἀπέλθει
- ἀπέρχομαιgo awayaor subj act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποίχομαι — ἀποίχομαι (Α) [οίχομαι] 1. απέρχομαι, φεύγω μακριά, μένω μακριά από κάποιον 2. έχω απέλθει, λείπω 3. έχω χαθεί 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀποιχόμενοι οι νεκροί … Dictionary of Greek